Από τις Ανθισμένες Πλαγιές ως τα Απόκρυφα Μονοπάτια
Δεν έχει φωνή το νησί, κι όμως μιλά. Μιλά με ρίζες, με φτερά, με λέπια και με άρωμα. Δεν περιμένει κανέναν να το ερμηνεύσει· υπάρχει, όπως υπήρχε πάντοτε, ένας ζωντανός οργανισμός, αιώνιος και ευάλωτος μαζί, τυλιγμένος σε πέλαγος και μυστήριο.
Η ανάσα του ξεκινά από τα χαμηλά. Εκεί, στους ηλιόλουστους λόφους, οι ημίθαμνοι απλώνουν το δίκτυο των αρωμάτων τους. Η αστοιβή, με τα σκούρα της κλαδιά, στέκει ακίνητη και ήσυχη, κρύβοντας ανάμεσα στα αγκάθια της σαύρες και μυστικά. Η γκενίστα και η εουφόρμπια, ταπεινές και αθόρυβες, φυτρώνουν όπου το έδαφος πονά και στερεύει. Η φασκομηλιά με την αργυρή της λάμψη θυμίζει σοφία, ενώ η ασφάκα, το θυμάρι, η μυρτιά και το αγιόκλημα προσφέρουν στην αύρα τα πρώτα της τραγούδια.
Τα δέντρα ανεβαίνουν σαν στήλες ναού. Η αγριελιά κρατά αιώνες στις ρυτίδες του κορμού της. Η χαρουπιά, σκοτεινή και στρογγυλή, προσφέρει σκιά και καρπό χωρίς να ζητήσει αντάλλαγμα. Οι πλάτανοι στις ρεματιές δεν γνωρίζουν χρόνο· οι ρίζες τους ακούν το πέρασμα των εποχών. Ο κέδρος, σπάνιος και ευλαβικός, θωρακίζει τις ακραίες ακτές με το σκληρό του ξύλο. Πλάι του, οι αμυγδαλιές ανθίζουν νωρίς, σαν να αψηφούν το ψύχος, φέρνοντας τα πρώτα σημάδια της υπόσχεσης.
Όμως η φωνή του νησιού δε βρίσκεται μόνο στα δέντρα — βρίσκεται στα χρώματα που αλλάζουν χωρίς θόρυβο. Οι σεμπρεβίβες, μικρά κίτρινα λουλούδια που δεν μαραίνονται ποτέ, παραμένουν στις πλαγιές σαν σύμβολα της αθανασίας. Οι άγριες τουλίπες (καστανιόλες) φλέγονται στην άνοιξη, ενώ οι ορχιδέες — κάποιες από τις σπανιότερες της Μεσογείου — ανθίζουν σχεδόν κρυφά, με παράξενες, σχεδόν εξωπραγματικές μορφές.
Δείτε αναλυτικά για την χλωρίδα Κυθήρων

Το χώμα, όμως, δεν είναι μόνο του. Κινείται. Στα χαμηλά, φρύνοι και βατράχια τραγουδούν στις λιμνούλες του Καραβά και του Μυλοπόταμου. Σαύρες, μικρές και γυαλιστερές, λιάζονται στις πέτρες σαν σπασμένες ηλιαχτίδες. Η ζουρίδα, μικρή νυφίτσα του νησιού, τρυπώνει αθέατη στις ρίζες. Και τα κουνάβια, οι σκαντζόχοιροι, οι λαγοί, κινούνται μόνο όταν δεν κοιτά κανείς.
Η μέρα χαμηλώνει, κι ο ουρανός γεμίζει φτερά. Οι πετρίτες (Falco peregrinus), με μάτια σαν λεπίδες, σχίζουν τον αέρα δίχως ήχο. Από τα πέρατα του κόσμου έρχονται μεταναστευτικά πτηνά, σταματούν για λίγο, ξεκουράζονται στα κλαδιά, λούζονται στα νερά, και συνεχίζουν. Τσίχλες, τρυγόνια, κορυδαλλοί, αηδόνια, όλα παίζουν τις νότες τους στο πανάρχαιο κονσέρτο. Ο ουρανός των Κυθήρων δεν ησυχάζει — αλλάζει, ανασαίνει, πετά.
Κι έπειτα, έρχεται η θάλασσα. Πάντα υπήρχε, πάντα θα υπάρχει. Στα βάθη της, τα λιβάδια της Ποσειδωνίας τρέμουν σαν πράσινα όνειρα. Εκεί ζουν κέφαλοι, σαργοί, στείρες, και κρύβονται χταπόδια στις πέτρες, καβούρια στις σχισμές, και κοπάδια από μικρά ψάρια που χορεύουν στον ρυθμό του ρεύματος. Οι θαλάσσιες χελώνες Caretta caretta εμφανίζονται αργά, σαν αναμνήσεις της αρχαιότητας. Σκάβουν, γεννούν, φεύγουν. Οι Monachus monachus, οι φώκιες, ερημίτισσες του νερού, επιλέγουν σπηλιές αφιλόξενες, μα αιώνια ασφαλείς.
Όταν πέσει η νύχτα, δεν είναι το σκοτάδι που κυριαρχεί. Είναι το βάθος. Είναι η ανάσα του νησιού που γίνεται βραδινός παλμός. Οι νυχτερίδες πετούν σιωπηλά, συλλέγοντας όνειρα από το σκοτάδι. Τα έντομα ψιθυρίζουν στους θάμνους. Και τα αρπακτικά, με υπομονή αιώνων, παρακολουθούν τη ζωή που ποτέ δεν κοιμάται.
Δείτε αναλυτικά για την πανίδα Κυθήρων
Τα Κύθηρα δεν είναι απλώς ένας τόπος. Είναι οικοσύστημα με φωνή. Ένας παλμός αρχέγονος, ένας ψίθυρος χωρίς αρχή και τέλος. Όλα όσα ζουν εδώ, ζουν γιατί πρέπει. Όλα όσα φύονται, ριζώνουν βαθιά σε μνήμη, σε πέτρα, σε σιωπή. Το νησί δεν ζητά να το ακούσεις. Ζητά απλώς να το αισθανθείς.