Ιστορία Κυθήρων

Μυθολογία κυθηρα

Μυθολογία – Κλασική περίοδος.

Ο Ησίοδος στην Θεογονία του αναφέρει, ότι ο Κρόνος στη διαμάχη για την εξουσία έκοψε τα γεννητικά όργανα του πατέρα του Ουρανού, που έπεσαν στη Θάλασσα των Κυθήρων. Από τον αφρό που δημιουργήθηκε γεννήθηκε η Θεά Αφροδίτη. Στην συνέχεια τα κύματα παρέσυραν την Θεά στην Κύπρο, όπου επίσης λατρεύτηκε ως Θεά και προστάτης του Νησιού. Η ερμηνεία – αποσυμβολισμός του Μύθου, αναφέρεται σε γεωλογικές ανακατατάξεις που είχαν σαν αποτέλεσμα την ανάδυση του νησιού από την Θάλασσα. Σε αυτό μαρτυράει και ο μεγάλος αριθμός παλαιοντολογικών ευρημάτων στα Μητάτα και Βιαράδικα, με προέλευση την Θάλασσα. Η πρώτη σύνδεση της Αφροδίτης με τα Κύθηρα γίνετε στα Ορφικά όπου αναφέρεται ως «Κυθέρεια Θεά του Έρωτα τροφός» Η Αφροδίτη ήταν περισσότερο θεά της ομορφιάς και του παράνομου έρωτα και σπανιότερα προστάτευε την συζυγική ζωή. Ιερά της σύμβολα ήταν τα λευκά περιστέρια, ένα ζευγάρι περιστεριών έσερνε το άρμα της. Σύμβολά της ήταν επίσης το μήλο, η παπαρούνα, το άνθος της ροδιάς, το τριαντάφυλλο, η μυρτιά και η ανεμώνη. Με βάση τις αρχαιολογικές έρευνες (Διακόφτι, Δραγωνάρες, Άγιος Γεώργιος στο Βουνό κ.α ), το Νησί άρχισε να κατοικείται πριν το 3000 π.χ, κατά την Μινωική (3000-1200 π.χ.) και Μυκηναϊκή περίοδο (1400-1100 π.χ.) Υπήρξε σχηματικό κέντρο και σταθμός των Μινωιτών στα ταξίδια τους από Κρήτη μέχρι Πελοπόννησο, αλλά και μέχρι την σημερινή Μ. Βρετανία. Τα πρώτα δείγματα τοπικής κεραμικής ανάγονται στο 3000 π.χ. με κύριο χαρακτηριστικό τους την ποιότητα του ντόπιου πηλού, κατόπιν οι Κυθήριοι αγγειοπλάστες επηρεάζονται από τους Μινωίτες, όπως δείχνουν τα ευρήματα από τον τάφο του Λιονή, έξω από τη Χώρα. Ο Όμηρος αναφέρει στα έπη του ότι κατάγονταν από τα Κύθηρα οι Ήρωες Λυκόφρονας και του Αμφιδάμαντας, εκεί πέρασαν και τις πρώτες μέρες του έρωτά τους ο Πάρις και η ωραία Ελένη.
Τα Κύθηρα, λόγω της στρατηγικής τους θέσης στην είσοδο του λακωνικού κόλπου, έγιναν συχνά αντικείμενο διαμάχης μεταξύ Αθηνών και Σπάρτης, στον έλεγχο της οποίας άνηκαν κατά το πλείστον. Όμως οι Αθηναίοι κατέλαβαν το νησί αρκετές φορές (456 π.χ. με τον Τολμίδη, 424 π.χ. με τους Νικία, Νικόστρατο και Αυτοκλή και 394 π.χ. με τους Κόνωνα και Φαρνάβαζο κατά τη διάρκεια της Περσοαθηναϊκής συμμαχίας) και εγκατέστησαν φρουρά σ’ αυτό εκδιώκοντας τις φιλοσπαρτιατικές αρχές.
Στον τομέα των τεχνών, κατά τους κλασσικούς χρόνους, τα Κύθηρα ανέδειξαν τον ποιητή Ξενόδαμο, που θεωρείτο ισάξιος του Πινδάρου (6ος π.χ. αιώνας), τον διάσημο διθυραμβοποιό Φιλόξενο (5ος π.χ. αιώνας) καθώς και τον ποιητή Πτολεμαίο, τον γλυπτή Ερμογένη και τον μουσικό Αλέξανδρο. Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο και την παρακμή της Σπάρτης και των Αθηνών που ακολούθησε, τα Κύθηρα έχασαν και αυτά τη σημασία τους και περιέπεσαν σε μακρά παρακμή.

Ρωμαϊκή εποχή Κύθηρα

Ρωμαϊκή εποχή.

Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, συνέχισαν να κατοικούνται όπως προκύπτει από σποραδικές μαρτυρίες συγγραφέων (Πλούταρχος, Δίων Κάσιος, Στράβων) και από τα λίγα αρχαιολογικά ευρήματα, που ανάγονται στην εποχή αυτή. Από τον 2ο μ.χ. αιώνα, στην εποχή του οποίου τοποθετείται επιγραφή, που αναφέρει ότι οι κάτοικοι του νησιού τιμούν το Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό, μέχρι τον 6ο μ.χ αιώνα τα Κύθηρα δεν αναφέρονται στις πήγες και φαίνεται ότι διέρχονται μακρά περίοδο ερήμωσης ή αραιής κατοίκησης. Αυτό προκύπτει και από το συναξάριο της Αγίας Ελέσας, που φέρεται να άθλησε και να μαρτύρησε στο νησί τον 4ο μ.χ. αιώνα.Το μαρτύριο της αναφέρεται ότι ακολούθησε μικρό κύμα προσκυνητών από την Πελοπόννησο, που μετέβησαν και εγκαταστάθηκαν στο νησί.

Βυζάντιο Κύθηρα

Βυζαντινοί και Μεσαιωνικοί χρόνοι.

Η πρώτη επίσημη αναφορά στα Κύθηρα κατά τους Βυζαντινούς χρόνους θεωρείται αυτή του 530, όπου το νησί αναφέρεται μεταξύ των περιοχών που υπάγονται στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ τον ίδιο αιώνα αναφέρεται και ως έδρα Μητροπόλεως. Έχει εκφρασθεί η άποψη ότι ο Μητροπολίτης ήταν πιθανό να ήταν Τιτουλάριος, δηλαδή να έφερε τίτλο χωρίς να είχε ποίμνιο, η άποψη όμως αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα και την ιστορική ερευνά, από τη οποία προκύπτει η ύπαρξη κατοίκησης κατά τον 6ο αιώνα τουλάχιστον σε δυο περιοχές του νησιού. Τα σπαράγματα του παλαιοχριστιανικού ψηφιδωτού δαπέδου από το ναό του Αγίου Ιωάννου στην περιοχή Ποταμού (Συλλογή Βυζαντινής Τέχνης στο Λιβάδι), που χρονολογούνται στις αρχές του 6ου αιώνα και το ψηφιδωτό δάπεδο του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Βουνό, που χρονολογείται επίσης τον 6ο αιώνα.
Η έλλειψη άλλων στοιχείων και η περιορισμένη αναφορά των Κυθήρων στις πηγές κατά τους χρόνους 6ο έως 10ο αιώνα, ίσως να υποδηλώνει ότι η κατοίκηση δεν είναι συστηματική και πιθανόν περιορισμένη, σίγουρα όμως δεν μπορούμε να μιλάμε για πλήρη ερήμωση. Βέβαια η παρουσία των Νορμανδών και των Αράβων πειρατών στην περιοχή κατά τα χρόνια αυτά οδήγησαν σε ερήμωση τα Κύθηρα για μεγάλα χρονικά διαστήματα, καθώς το νησί ήταν ευάλωτο στις επιδρομές και χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές και ως ορμητήριο των πειρατών. Σημαντικός σταθμός στην πλέον οργανωμένη κατοίκηση των Κυθήρων φαίνεται να είναι η άθληση του Οσίου Θεόδωρου στο νησί, όπου μετά το θάνατο του (922), εμφανίζεται σημαντικός αριθμός νέων κατοίκων στα Κύθηρα. Σύμφωνα με το συναξάρι του Άγιου, το νησί κατά το χρόνο της άφιξης του στα Κύθηρα είναι έρημο κατοίκων εξ αιτίας των πειρατικών επιδρομών. Από τα χρόνια αυτά πάντως μέχρι και τον 11ο αιώνα δεν υπάρχουν πάλι ιστορικές πληροφορίες και οι υποθέσεις για τα Κύθηρα κατά την εποχή αυτή βασίζονται στη μελέτη των βυζαντινών ναών του νησιού, μερικοί από τους οποίους πιστεύεται ότι ανάγονται κατασκευαστικά μέχρι και τον 9ο ή 10ο αιώνα (Άγιος Ανδρέας στο Λιβάδι).
Νέα συστηματική κατοίκηση των Κυθήρων φαίνεται να αρχίζει μετά το 10ο αιώνα σύμφωνα με τη μελέτη χρονολόγησης πολλών ναών στο νησί και εντείνεται κατά το 13ο αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, η Παληόχωρα, κτίστηκε από Βυζαντινούς έποικους στα τέλη του 13ου αιώνα. Όταν το νησί επανακαταλαμβάνεται από τους Βυζαντινούς (το 1275) για βραχύ χρονικό διάστημα, μετά από σύντομη Ενετική κατοχή (1236 έως 1275), δέχεται αριθμό εποίκων από την Κωνσταντινούπολη, κατά τους χρόνους της βασιλείας του Μιχαήλ Η` Παλαιολόγου. Τα Κύθηρα ανακαταλαμβάνονται από τους Ενετούς το 1930 και έκτοτε μένουν στην κυριαρχία τους μέχρι την κατάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας το 1797, και αποτελούν μια από τις ελάχιστες ελληνικές περιοχές στην οποία διατηρήθηκε τόσο μακρά και αδιάλειπτη η ενετική κυριαρχία, αν εξαιρεθεί μια σύντομη κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους μεταξύ 1715-1718.
Η βυζαντινή πρωτεύουσα των Κυθήρων, ο Άγιος Δημήτριος (σημερινή Παληόχωρα), που είχε κτισθεί σε φυσική οχυρή θέση για την προστασία της από τους πειρατές, καταστράφηκε τελικά από επίθεση εναντίον της το 1537, από τον αρχιπειρατή Χαϊδερίν Βαρβαρόσα που ήταν στην υπηρεσία του Τούρκου σουλτάνου. Τότε η μικρή πόλη κάηκε και όσοι κάτοικοι της δεν σκοτώθηκαν πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα κι ο τόπος δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ. Λέγεται ότι ο Βαρβαρόσα τότε κατέλαβε και τα κάστρα στο Καψάλι και το Μυλοπόταμο, κάτι όμως που μάλλον θα πρέπει να μην θεωρηθεί βάσιμο, αφού δεν υπάρχουν σχετικές πειστικές πληροφορίες στις πήγες της εποχής. Παρότι αναφέρεται ότι τότε κατοικούσαν στην Παληόχωρα 7.000 άνθρωποι, ο αριθμός κρίνεται υπερβολικός για το μέγεθος του οικισμού και του κάστρου, η δε αναφερόμενη ερήμωση τότε του νησιού από την επιδρομή δεν θα πρέπει να θεωρηθεί καθολική. Σύντομα μάλιστα η ενετική πολιτεία ανέλαβε εκστρατεία, ώστε να επανακατοικηθεί το νησί με νέους εποίκους, αλλά και με την εξαγορά πολλών από τους αιχμαλωτισθέντες τότε από τους πειρατές κατοίκους. Μετά το 1530 οι ενετοί αναλαμβάνοντας όλα τα δικαιώματα και της εξουσίες της οικογένειας Βενιέρη, διοίκησαν το νησί κατά τα πρότυπα της φεουδαρχίας, όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα. Η περίοδος αυτή ήταν πολύ καταπιεστική για τους κατοίκους. Όλη η καλλιεργήσιμη γη άνηκε στους ευγενείς (ελληνικής η ενετικής καταγωγής) και υπήρχε παντελής έλλειψη απονομής Δικαίου, μέχρι και η απομάκρυνση από το νησί για οποιοδήποτε λόγο απαιτούσε την άδεια των αρχών. Η εξασφάλιση λίγης καλλιεργήσιμης γης, ανάγκαζε τους χωρικούς να χρησιμοποιούν μικρά κομμάτια λίγων τετραγωνικών μέτρων, πρόχειρα περιτοιχισμένων που ακόμη και σήμερα διακρίνονται στο νησί. Οι αλλεπάλληλες κατατμήσεις της γης για λόγους αγροληψίας και κληρονομικούς, είχαν σαν αποτέλεσμα να οδηγήσουν σε τόσο μικρές ιδιοκτησίες, που κατάφεραν να δώσουν πλέον το γενικό χαρακτηρισμό για κάθε μικρή ιδιοκτησία: “Τσιριγώτικο μερτικό”!
Η μακρόχρονη ενετική παρουσία στα Κύθηρα ήταν φυσικό να αφήσει εμφανή ίχνη, τα οποία διακρίνονται ακόμα και σήμερα στην γλώσσα και την αρχιτεκτονική. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχέσεις με την Κρήτη, με πρόσφυγες από την Κρήτη ή την Πελοπόννησο καθ’ όλη τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, κατά την οποία σχηματίστηκε και ο κύριος κορμός των οικογενειών στο νησί, που πολλές από αυτές, φθάνουν μέχρι σήμερα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ενετικής κυριαρχίας χαρακτηριστική πληγή για το νησί απεδείχθη η πειρατεία. Συχνές επιδρομές πειρατών ρήμαζαν κυριολεκτικά τον τόπο, ενώ δεν είναι καθόλου σπάνιες και οι περιπτώσεις συνεργασίας του τοπικού πληθυσμού με πειρατικές ομάδες, ιδίως χριστιανών πειρατών που δρούσαν στο στενό της Πελοποννήσου και της Κρήτης, αλλά και οι εκπρόσωποι των ενετών όπου σε απομακρυσμένες κτήσεις, όπως τα Κύθηρα, δεν απείχαν από τη συνεργασία με πειρατές για την πώληση της πειρατικής λείας. Το νησί ήταν απομακρυσμένο από τα κέντρα της ενετικής εξουσίας και δεν ήταν σπάνιες και οι περιπτώσεις ανοχής προς την πειρατεία της τοπικής εξουσίας ή και συνεργασίας με πειρατικά συμφέροντα, καθώς λέγεται ότι το σημαντικό μέρος της πειρατικής λείας πουλιόταν στην αγορά του νησιού. Το 1752 αναφέρεται μια μεγάλη επιδρομή Αλγερινών πειρατών, που πήραν σκλάβους πολλούς κατοίκους των Κυθήρων. Η ανασφάλεια, μαζί με την αδιαφορία των ενετικών αρχών και την καταπίεση των τοπικών αρχόντων, οδήγησε το 1780 σε επανάσταση και απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Προβλεπτή Πέτρου Μαρτσέλο, ο οποίος όμως κατόρθωσε να διαφύγει.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, με την παρουσία των ανταγωνιστικών στολών των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή, περιορίστηκε σιγά-σιγά η πειρατική δράση, για να εξαφανιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά με την είσοδο του 19ου αιώνα και τους Ναπολεόντειους πολέμους.

Αγγλοκρατία Κύθηρα

19ος Αιώνας, Αγγλοκρατία, Ένωση με την Ελλάδα.

Στο τέλος του 18ου αιώνα η επικράτηση της Γαλλικής Επανάστασης και στη συνεχεία του Ναπολέοντα, καθώς και η κατάρρευση της Βενετίας, έφεραν στο νησί τους Γάλλους, που το κατέλαβαν το 1797. Εγκαθίδρυσαν δημοκρατικό πολίτευμα και έκαψαν σε επίσημη τελετή τα βιβλία των ευγενών (Libro d’ oro), δίνοντας στον πληθυσμό ελπίδες για δικαιοσύνη και ελευθέρια. Ένα χρόνο αργότερα όμως, οι Ρώσοι, σε συμμαχία με τους Τούρκους, έγιναν κύριοι του νησιού εκδιώκοντας τους Γάλλους από αυτό, δεν κατάφεραν όμως και αυτοί να το κρατήσουν για πολύ.
Το 1800 με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, ιδρύθηκε το ημιανεξάρτητο κράτος των Ιονίων Νήσων, που περιλάμβανε και τα Κύθηρα. Στη συμφωνία περιλήφθηκε ο όρος της διατήρησης των προνομιών των ευγενών, αυτό προκάλεσε την εξέγερση των αστών και των χωρικών. Η αποχώρηση της μικρής φρουράς από Ρώσους και Τούρκους οδήγησε τους χωρικούς σε ένοπλη εξέγερση, η οποία κατέληξε στις 22 Ιουλίου 1800 στη σφαγή μερικών από τους ισχυρότερους ευγενείς των Κυθήρων μέσα στο παλάτι του Προβλεπτή, πάνω στο κάστρο των Κυθήρων και τη λεηλασία των σπιτιών τους με διαρπαγή και των περιουσιών τους. Για ένα μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα δεν υπήρχαν συντεταγμένες εξουσίες στα Κύθηρα και οι χωρικοί, αφού απέκτησαν καταστατικό χάρτη, με τη βοήθεια και του προοδευτικού ευγενή Εμμ. Καλούτση, μετέφεραν την έδρα της εξουσίας τους, αρχικά στο Μυλοπόταμο και αργότερα στα Αρωνιάδικα. Μάλιστα σχημάτισαν και ειδικό δικαστήριο, που συνεδρίαζε στο ύπαιθρο και τους απάλλαξε από κάθε ευθύνη για τους φόνους των ευγενών και την ιδιοποίηση των περιουσιών τους. Η περίοδος αυτή, κατά την οποία δεν υπήρχε καμία κεντρική εξουσία στο νησί, ονομάζεται περίοδος της αναρχίας και έχουν σωθεί και δημοσιευθεί αρκετά ενδιαφέροντα έγγραφα της εποχής αυτής από το Αρχείο των Κυθήρων.

Στο τέλος του 1802 η Γερουσία των Επτανήσων έστειλε ισχυρή στρατιωτική δύναμη στα Κύθηρα με επικεφαλής τον Ευστάθιο Μεταξά, ο οποίος επέβαλε τελικά την τάξη συλλαμβάνοντας τους πρωταιτίους της εξέγερσης του 1800, από τους οποίους μάλιστα, ο Δημήτριος Μπελέσης καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το 1805. Τον ίδιο χρόνο, με την παρέμβαση του Τσάρου της Ρωσίας, παραχωρείται σύνταγμα και ιδρύεται η Δημοκρατία των Επτά Νήσων, στην οποία περιλαμβάνονται και τα Κύθηρα και η οποία αποτέλεσε ουσιαστικά το πρώτο ελληνικό κράτος. Με το σύνταγμα αυτό καταργήθηκαν και τα δικαιώματα της κληρονομικής αριστοκρατίας.
Το 1807 με τη συνθήκη του Τιλσίτ τα Κύθηρα παραχωρήθηκαν και πάλι στους Γάλλους, στην εξουσία των οποίων παρέμειναν μέχρι το 1809, όποτε αγγλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν το νησί από τους Γάλλους, όπως και τα λοιπά Επτάνησα, για να αρχίσει τότε η μακρά περίοδος της Αγγλοκρατίας στα Κύθηρα. Μετά οκτώ ολόκληρα χρόνια οι Άγγλο παραχωρούν Σύνταγμα στα Ιόνια Νησιά, τα οποία διοικούσαν με έναν Αρμοστή από την Κέρκυρα και τοποτηρητές του σε κάθε νησί. Το σύνταγμα ήταν αρκετά φιλελεύθερο και επέτρεπε την έκφραση διαφόρων πολιτικών τάσεων στο κοινοβούλιο των Επτανήσων. Με την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα το 1864 τα Κύθηρα ακολούθησαν πλέον τις τύχες του ελληνικού κράτους.
Κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας έγιναν πολλά δημόσια έργα στα Κύθηρα, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Τα περισσότερα έγιναν με τη μέθοδο της επίταξης της εργασίας και της επίταξης των μεταφορικών μέσων (αγγαρεία). Τότε κατασκευάστηκαν το λοιμοκαθαρτήριο (Λαζαρέτα) στο Καψάλι, άρχισε η χάραξη του κεντρικού δρόμου και κατασκευάστηκαν δρόμοι για να συνδέουν τα τέσσερα διαμερίσματα, στα οποία είχε χωριστεί διοικητικά το νησί (Λιβαδίου, Καστρισιανίκων, Μυλοποτάμου και Ποταμού). Το εντυπωσιακότερο έργο αυτής της περιόδου είναι η γέφυρα στο Κατούνι, που σχεδιάστηκε από τον Άγγλο αρχιμηχανικό Τζών Μακφέϊλ, τοποτηρητή του Υπάτου Αρμοστή στα Κύθηρα και αποτελούσε τμήμα του δρόμου Λειβαδίου-Αυλαίμονα. Έγιναν ακόμα πολλές άλλες γέφυρες (Ποταμός, Μυρτίδια, Καψάλι), η κεντρική αγορά στη Χώρα (Μαρκάτο), έργα ύδρευσης και αποχέτευσης και κατασκευάστηκαν αναψυκτήρια κατά μήκος του κεντρικού δρόμου. Την ίδια εποχή κατασκευάστηκαν και οι φάροι στο Καψάλι και το Μουδάρι του Καραβά. Σημαντικότερα έργα είναι τα σχολικά κτίρια που κατασκευάστηκαν τότε, πολλά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα (Μυλοπόταμο, Άγ.Θεόδωρος, Ποταμός, Μηλαπιδέα στο Λιβάδι, Χώρα, Φράτσια). Μάλιστα οι Άγγλοι, για να πείσουν τους γονείς να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, χρησιμοποίησαν διάφορα τεχνάσματα, όπως η απαλλαγή των μεταφορικών ζωών από την αγγαρεία, καθώς οι πιο πολλοί γονείς ήθελαν τα παιδιά για να βοηθούν στις αγροτικές εργασίες. Αυτό είχε σαν θετικό αποτέλεσμα τα Κύθηρα είχαν τον πιο μεγάλο αριθμό κοριτσιών στα σχολεία τους από όλα τα Επτάνησα.
Σημαντικά μέτρα έλαβαν ακόμα οι αγγλικές αρχές για την αυτάρκεια σε κύρια προϊόντα (λαδί, σιτάρι, κρασί) και τότε παρατηρείται μεγάλη αύξηση στη φύτευση ελαιοδένδρων και αμπελιών, λόγω της παροχής κίνητρων για το σκοπό αυτό.
Η ύπαρξη της αγγλικής διοικήσεως οδήγησε στο να καταφύγουν στα Κύθηρα, ιδίως κατά την Επανάσταση του 1821, αλλά και πριν από αυτή, λόγιοι και αγωνιστές, όπως ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Διονύσιος Πύρρος ο Θεσσαλός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κ.α. Αργότερα το ίδιο έγινε και κατά τη διάρκεια των Κρητικών Επαναστάσεων, όποτε πολλοί Κρητικοί έβρισκαν καταφύγιο για τους ίδιους ή τις οικογένειες τους στα Κύθηρα, με τα οποία άλλωστε οι σχέσεις της Κρήτης ήταν πάντοτε στενές και αμφίδρομες. Στα Κύθηρα κατέφυγε τότε, αρκετές φορές μάλιστα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε νεαρή ηλικία, έμεινε μάλιστα στο Λειβάδι κατά τα χρόνια 1877-8,ενω και πρώτη του σύζυγος ήταν κυθηραϊκής καταγωγής, το γένος Κατελούζου. 
Κατά την εποχή της Αγγλοκρατίας εντάθηκε η δειλή τάση που είχε αρχίσει από τα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας για μετανάστευση στη Σμύρνη. Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού λόγω των συνθηκών ασφάλειας, αλλά και της βελτίωσης των όρων ζωής, είχε ως αποτέλεσμα την ένταση της μετανάστευσης, γιατί, παρά την επικράτηση καλύτερων συνθηκών, το νησί δεν επαρκούσε για να διαθρέψει τόσο πληθυσμό. Στη Σμύρνη ειδικά η αναγνώριση των προνομίων που ίσχυαν για τους Άγγλους και στους πολίτες των Ιονίων Νήσων, είχε ως αποτέλεσμα, όχι μόνο την ραγδαία αύξηση του αριθμού των Κυθηρίων που αναζητούσαν την τύχη τους εκεί, αλλά και την εντυπωσιακή τους πορεία στην τοπική οικονομία, όπου αναδείχτηκαν πρωτοπόροι στη ναυτιλία, το εμπόριο και τη βιοτεχνία με αποτέλεσμα να προσελκύουν όλο και περισσότερους νέους μετανάστες από το νησί. Την ίδια εποχή άρχισε και η μετανάστευση στην Αμερική και την Αυστραλία, που έμελλε να οδηγήσει αργότερα χιλιάδες Κυθήριους στις νέες αυτές χώρες υποδοχής.

20ος Αιώνας Κύθηρα

20ος Αιώνας.

Το κύριο χαρακτηριστικό του 20ου αιώνα στα Κύθηρα, είναι η μεγάλη μετανάστευση, από τα μέσα του οποίου άρχισε το έντονο μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Σμύρνη. Η μεγάλη παρουσία Κυθηραϊκής καταγωγής πληθυσμού στη Σμύρνη, που έφτασε την εποχή της Kαταστροφής το 1922 να αριθμεί 14.000 άτομα και ήταν η πολυπληθέστερη ομάδα από τον Ελληνικής καταγωγής πληθυσμό της περιοχής. Η Κυθηραϊκή παροικία διέθετε δικά της σχολεία και εκκλησίες και είχε σημαντική συμμετοχή σε γηροκομεία και νοσοκομεία, τα οποία συντηρούσε η ευμάρεια που προερχόταν από την επιτυχημένη παρουσία των Κυθηρίων στην οικονομική ζωή του τόπου. Δυστυχώς το ζωντανό αυτό τμήμα της Κυθηραϊκής Διασποράς είχε την τύχη του υπόλοιπου ελληνικού στοιχείου της περιοχής μετά την τραγική Καταστροφή του 1922. Οι περισσότεροι Κυθήριοι πρόσφυγες, όσοι γλίτωσαν από την τούρκικη θηριωδία, διασκορπίστηκαν σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Κύριοι τόποι προορισμού ήταν φυσικά, η Ελλάδα, η Αίγυπτος και η Αυστραλία σε δεύτερη φάση. Στα Κύθηρα έφτασαν τότε λίγες εκατοντάδες προσφύγων από τη Σμύρνη οι περισσότεροι.
Το κύμα της μετανάστευσης είχε ήδη ενταθεί από τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα και μεγάλες ομάδες Κυθηρίων βρέθηκαν στις Η.Π.Α και την Αυστραλία, όπου ιδρύθηκαν γρήγορα πολλοί σύλλογοι με κύριο γνώρισμα τους τη νοσταλγία και την αγάπη των μελών τους για τη γενέτειρα, την οποία ήταν πολύ δύσκολο να επισκέπτονται, λόγω των συγκοινωνιακών συνθηκών της εποχής. Αξίζει να σημειωθεί πως οι περισσότεροι μετανάστες έφευγαν χωρίς τις οικογένειες τους, όσοι είχαν ήδη οικογένεια και πολλοί από αυτούς δεν γύρισαν ποτέ πίσω. Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-3 κατά εκατοντάδες συνέρρευσαν στην Ελλάδα εθελοντές από τις Η.Π.Α κυρίως, για να υπηρετήσουν την πατρίδα στην κρίσιμη περίοδο των πόλεμων. Πολλοί από αυτούς, που δεν είχαν επιτύχει στον τόπο που είχαν καταφύγει βρήκαν τότε μια εύσχημη δικαιολογία επιστροφής.
Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο τα Κύθηρα πέρασαν μια ολιγόμηνη, αλλά αξιομνημόνευτη, περιπέτεια, όταν προσχωρήσαν στο κίνημα του Βενιζέλου και αποτέλεσαν για λίγο καιρό Αυτόνομη περιοχή με δική της διοίκηση και υπηρεσίες και ισχυρούς δεσμούς με τη βενιζελική Κρήτη, αλλά και τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία ενίσχυε την κίνηση του Ελ.Βενιζέλου. Τότε μάλιστα το ιδιότυπο Κυθηραϊκό κρατικό μόρφωμα είχε κηρύξει και τον πόλεμο (!) στη Γερμανία αποδεχόμενο τα σχετικά διατάγματα του Βενιζέλου και, κατά μια εκδοχή, μετά την πλήρη επικράτηση του Βενιζέλου και την απομάκρυνση του βασιλιά, όταν διαλύθηκε και η αυτόνομη διοίκηση των Κυθήρων, οι τοπικές αρχές ‘ξέχασαν’ να αποκαταστήσουν τα πράγματα με τη Γερμανία. Στη Γερμανοϊταλική κατοχή που ακολούθησε το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ο πληθυσμός του νησιού ανέβηκε στα 15.000 άτομα. Αρχικά το νησί είχαν καταλάβει οι Ιταλοί και αργότερα το παρέδωσαν στους Γερμανούς, που κατασκεύασαν μικρές βάσεις στο Καψάλι (Τράχηλας), Αγία Ελέσα και Καραβά.
Τα Κύθηρα ήταν το πρώτο μέρος ελληνικής γης που απελευθερώθηκε από τα στρατεύματα κατοχής. Συμμαχικές δυνάμεις (κυρίως Βρετανοί) με ελληνική συμμετοχή έφθασαν με πλοία στον Αβλέμονα από τη Μέση Ανατολή και στις 15 Σεπτεμβρίου 1944 αποβιβάστηκαν στο Καψάλι. Αμέσως μετά την κατοχή ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα, πιο έντονο από κάθε άλλη φορά, σάρωσε τα Κύθηρα και σε δυο δεκαετίες ερήμωσε κυριολεκτικά το νησί αφήνοντας έρημα τα χώρια και ακαλλιέργητη τη γη. Συμπαγείς ομάδες πληθυσμού έφυγαν προς δυο, κυρίως, κατευθύνσεις. Εσωτερικά προς την Αθηνά και τον Πειραιά, όπου ήδη είχε δραστηριοποιηθεί με επιτυχία μεγάλη ομάδα Κυθηρίων από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα και εξωτερικά προς την Αυστραλία, όπου έφθαναν πλέον κατά εκατοντάδες οι Κυθήριοι. Έφθασε έτσι, ο κυθηραϊκής καταγωγής πληθυσμός στη χώρα αυτή να υπολογίζεται από τις αρχές της σε 60.000 άτομα.
Το γεγονός ότι το νησί αποτέλεσε σταυροδρόμι πολιτισμών και διατήρησε μεγάλο μέρος της πολιτιστικής του κληρονομιάς οδήγησε στην ανακήρυξή του σε πολιτιστικό μνημείο της Ευρώπης.

Compare listings

Compare