Μια βουτιά στα μυστικά του χρόνου και του νερού
Σε ένα από τα πιο ευλογημένα σημεία στα Κύθηρα, εκεί όπου η πέτρα μιλάει τη γλώσσα του νερού και το φως φιλτράρεται μέσα από την παχιά σκιά αιωνόβιων πλατανιών, ξεκινά ένα μοναδικό οδοιπορικό: η κάθοδος στους Μύλους του Μυλοποτάμου. Είναι μια διαδρομή που δεν ακολουθεί απλώς γεωγραφικές συντεταγμένες, αλλά σε οδηγεί πίσω στον χρόνο, σε μια εποχή που η ζωή ήταν πιο αργή, πιο σιωπηλή, πιο δεμένη με τη φύση.
Κρυμμένος σε μια καταπράσινη χαράδρα στο βορειοδυτικό τμήμα των Κυθήρων, ο Μυλοπόταμος αποτελεί έναν από τους πιο μαγευτικούς προορισμούς του νησιού, συνδυάζοντας απαράμιλλη φυσική ομορφιά και έντονη ιστορική μνήμη. Ο Μυλοπόταμος, ένα από τα αρχαιότερα χωριά του νησιού, κρύβει στην καρδιά του έναν θησαυρό που δύσκολα φαντάζεται κανείς βλέποντάς τον από ψηλά. Η παλιά πέτρινη πλατεία του, με την ταπεινή της ομορφιά και το κελάρισμα της ιστορικής κρήνης, λειτουργεί σαν πύλη σε ένα κόσμο παραμυθένιο. Από εδώ ξεκινά ένα λιθόστρωτο μονοπάτι που κατηφορίζει σαν ποτάμι μέσα στη ρεματιά, οδηγώντας τον επισκέπτη σε ένα σκηνικό που μοιάζει βγαλμένο από μυθιστόρημα εποχής ή αρχαίο παραμύθι.
Η διαδρομή ξεκινά από το κέντρο του παραδοσιακού χωριού Μυλοπόταμος, που βρίσκεται στην κέντρο δυτική πλευρά των Κυθήρων, δίπλα στην πλατεία με τα αιωνόβια πλατάνια και την παλιά κρήνη με το περίφημο λιοντάρι. Από εκεί, ένα λιθόστρωτο μονοπάτι οδηγεί στην καταπράσινη κοιλάδα που φιλοξενεί τη φημισμένη ρεματιά με τους 22 νερόμυλους — έναν από τους σημαντικότερους υδροκίνητους βιοτεχνικούς πυρήνες του νησιού κατά την περίοδο από τον 17ο έως και τον 20ό αιώνα.
Καθώς ο επισκέπτης κατηφορίζει, τον υποδέχεται η γοητευτική μελωδία των νερών του ποταμού που αναβλύζουν από πολλές πηγές και σχηματίζουν φυσικές λιμνούλες και καταρράκτες. Το πιο γνωστό από αυτά τα υδάτινα θαύματα είναι ο καταρράκτης της Νεράιδας (ή «Φόνισσας»), που πέφτει θεαματικά από μεγάλο ύψος μέσα σε μια πλούσια βλάστηση, δίνοντας στον τόπο μυθική διάσταση. Η σκιά από τα τεράστια πλατάνια, τα αγριολούλουδα, οι φτέρες και τα βρύα δημιουργούν μια αίσθηση δροσιάς και γαλήνης που μοιάζει να σταματά τον χρόνο.
Η φύση εδώ δεν είναι απλώς παρούσα, είναι κυρίαρχη. Τα νερά κυλούν με επιμονή, ξεπηδώντας από πηγές που δεν στέρεψαν ποτέ, σχηματίζοντας ρυάκια, μικρές γαλήνιες λιμνούλες και καταρράκτες που πέφτουν με χάρη ανάμεσα σε πλάτανους, κουμαριές, φτέρες και σκιερά βρύα. Η δροσιά είναι σχεδόν ορατή, μια αόρατη αύρα που αγκαλιάζει τον επισκέπτη και τον βυθίζει σε μια αίσθηση εξαγνισμού. Ανάμεσα σε αυτούς τους καταρράκτες, ξεχωρίζει ο πρώτος στη σειρά ο επιβλητικός καταρράκτης της Νεράιδας — ή αλλιώς «της Φόνισσας», όπως τον ξέρουν οι ντόπιοι. Το νερό πέφτει από μεγάλο ύψος, δημιουργώντας μια σμαραγδένια λιμνούλα στους πρόποδες, ενώ η σπηλιά πίσω του γεννά θρύλους για χαμένες ψυχές, ξωτικά και μυστικά του δάσους.
Καθώς προχωράς μέσα στη ρεματιά, το τοπίο αλλάζει ρυθμούς αλλά ποτέ χαρακτήρα. Δεκάδες παλιοί, πέτρινοι νερόμυλοι στέκουν σκορπισμένοι δεξιά κι αριστερά του μονοπατιού. Οι περισσότεροι είναι πια σιωπηλοί, σκεπασμένοι με λειχήνες και ριζωμένα στον χρόνο. Όμως η μορφή τους, οι λεπτομέρειες στα πελεκημένα πέτρινα τοιχώματα και τα ίχνη των μηχανισμών που άλλοτε γύριζαν με τη δύναμη του νερού, αφηγούνται την ιστορία μιας κοινωνίας που ήξερε να ζει από τη γη με σεβασμό και σοφία. Από τον 17ο μέχρι και τον 20ό αιώνα, οι νερόμυλοι του Μυλοποτάμου δεν ήταν απλώς μηχανές — ήταν η καρδιά της τοπικής ζωής. Εδώ άλεθαν οι κάτοικοι το στάρι τους, αντάλλασσαν νέα, μάθαιναν τον καιρό και μετρούσαν τις εποχές με τον ήχο του νερού και τον ρυθμό της πέτρας.
Η ρεματιά αυτή δεν ήταν ποτέ μονάχα χώρος εργασίας· ήταν και τόπος μνήμης, τόπος συνάντησης και συνύπαρξης από διαφορετικές περιοχές των Κυθήρων. Πάνω από τα νερά, μικρά γεφύρια από τοπική πέτρα στέκουν ακόμη, ενώνουν όχθες, αλλά και εποχές — σαν σύμβολα της σύνδεσης του ανθρώπου με το περιβάλλον. Ορισμένα είναι μονότοξα, με χαμηλές κουπαστές και γερασμένα πατήματα. Καθώς τα διασχίζει κανείς, νιώθει πως κουβαλούν ακόμα μνήμες παλαιότερων γενιών: γερόντων με δισάκια, παιδιών που παίζουν, γυναικών που κουβαλούν νερό με τις στάμνες.
Οι κάτοικοι του Μυλοποτάμου και των γύρω χωριών άλεθαν σιτηρά, παρήγαν αλεύρι και συντηρούσαν μια ολόκληρη μικροκοινωνία γύρω από τη λειτουργία των μύλων. Κάθε μύλος είχε και το δικό του «καλούπι» — τον ιδιοκτήτη ή το μύλο του χωριού — και ο κάθε επισκέπτης είχε το δικαίωμα χρήσης του νερού σε συγκεκριμένες ώρες. Ένα έξυπνο σύστημα καναλιών, υδατοδεξαμενών και ξύλινων αγωγών φρόντιζε για την αδιάλειπτη λειτουργία τους.
Τα γεφύρια που διασχίζουν το ποτάμι προσθέτουν ακόμα μια πινελιά γραφικότητας. Πέτρινα, με καμπυλωτό σχήμα, αποτελούσαν σημαντικά σημεία διέλευσης και επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο πλευρές της χαράδρας. Περνώντας τα, νιώθει κανείς σαν να ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, σε εποχές όπου η καθημερινότητα του ανθρώπου ήταν στενά δεμένη με τη φύση και τις εποχές.
Η διαδρομή, που διαρκεί περίπου 2 ώρες σε χαλαρό ρυθμό, μπορεί να συνεχιστεί μέχρι τον τελευταίο μύλο, γνωστό ως Μύλο του Φαμπρίκι. Εκεί, το τοπίο ανοίγει ελαφρώς και προσφέρει έναν χώρο στοχασμού, σαν τελετουργικό κλείσιμο μιας αφήγησης. Από εκεί, ο ανήφορος πίσω προς το χωριό γίνεται με άλλη ματιά: η ψυχή γεμάτη εικόνες, η μνήμη ευωδιασμένη από δάσος, νερό και λίγη νοσταλγία για μια ζωή πιο αυθεντική.
Οι Μύλοι του Μυλοποτάμου δεν είναι μονάχα ένα από τα ωραιότερα αξιοθέατα στα Κύθηρα, είναι μια βιωματική εμπειρία. Είναι μια υπενθύμιση ότι η φύση μπορεί να είναι συνεργάτης και όχι απλώς σκηνικό, ότι η ανθρώπινη παρουσία κάποτε άφηνε ελαφρύ αποτύπωμα, και πως η αληθινή ομορφιά συχνά βρίσκεται στα πιο ήσυχα, ξεχασμένα μονοπάτια. Ο Μυλοπόταμος δεν είναι απλώς ένας τόπος φυσικού κάλλους. Είναι ένα ζωντανό μουσείο παραδοσιακής τεχνολογίας, ένας ύμνος στην αειφορία και την ανθρώπινη επινοητικότητα. Για τον επισκέπτη, αποτελεί ιδανικό προορισμό για πεζοπορία, φωτογράφιση, ήρεμη εξερεύνηση και επαφή με το παρελθόν ενός τόπου που ξέρει να συγκινεί.